- επικρότηση
- η (Μ ἐπικρότησις) [επικροτώ]νεοελλ.έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας («επικρότηση τών νέων μέτρων»)μσν.επίπληξη, επιτίμηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικρότηση — η επευφημία με χειροκροτήματα, ζωηρή επιδοκιμασία, ένθερμη έγκριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
κροτάλισμα — και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) [κροταλίζω] 1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος 2. χειροκρότημα, επικρότηση νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα … Dictionary of Greek
κροτοθόρυβος — κροτοθόρυβος, ὁ (Α) ο ήχος τών χειροκροτημάτων, ηχηρή επιδοκιμασία ή επικρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος + θόρυβος, είδος επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου] … Dictionary of Greek
επιδοκιμασία — η έγκριση, επικρότηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)